θηλαστικά — Ομοταξία σπονδυλωτών που περιλαμβάνει περίπου 3.000 γένη και 15.000 είδη, από τα οποία άλλα ζουν έως σήμερα και άλλα έχουν εκλείψει. Είναι ζώα ομοιόθερμα, με πνευμονική αναπνοή και πλήρες διάφραγμα, το οποίο χωρίζει τη θωρακική περιοχή, που… … Dictionary of Greek
οπλή — Κεράτινη θήκη που περιβάλλει το άκρο του δαχτύλου ή των δαχτύλων με τα οποία τα οπληφόρα ζώα στηρίζονται στο έδαφος. Τυπική ο. είναι εκείνη των Ιππιδών, στους οποίους καλύπτει την τελευταία φάλαγγα του τρίτου δαχτύλου: το χοντρό και ισχυρό… … Dictionary of Greek
κονδύλαρθρα — (condylarthra). Τάξη οπληφόρων θηλαστικών που έχουν εξαφανιστεί. Τα κ. έζησαν κυρίως κατά το παλαιόκαινο, αν και ορισμένες μορφές επέζησαν και στο ηώκαινο. Τα κ., που θεωρούνται προγονικές μορφές των σύγχρονων oπληφόρων, είχαν κοντά μέλη, πόδια… … Dictionary of Greek
κορυφόδους — (Coryphodus). Γένος οπληφόρων θηλαστικών που έχουν εκλείψει. Περιλάμβανε ζώα τα οποία εξωτερικά έμοιαζαν περισσότερο με αρκούδες παρά με γνήσια οπληφόρα. Απολιθωμένα λείψανα των κ. έχουν βρεθεί σε στρώματα του κατώτερου ηωκαίνου της τριτογενούς… … Dictionary of Greek
κρυπτορχιδία — Ανωμαλία στη διάπλαση, που συνίσταται στη κατακράτηση του ενός ή και των δύο όρχεων μέσα στο κάτω μέρος της κοιλιάς ή στον βουβωνικό πόρο. Αναφέρεται και ως κρυψορχία. Οφείλεται σε ορμονικές διαταραχές (ιδιαίτερα η αμφοτερόπλευρη κ.), ανατομικά… … Dictionary of Greek
λιτόπτερνα — Υπόταξη θηλαστικών που έχει εκλείψει. Η υπόταξη αυτή ανήκει στα ευθήρια, που έζησαν από την παλαιόκαινο έως την πλειστόκαινο εποχή του καινοζωικού αιώνα. Ήταν δακτυλοβάμονα, οπληφόρα ζώα με ένα, τρία ή πέντε δάχτυλα. Η γενική τους μορφολογία… … Dictionary of Greek
πόδι — Στον άνθρωπο, είναι το κατώτερο μέρος του κάτω άκρου το οποίο αποτελείται από ένα σκελετό 26 οστών, που ενώνονται μεταξύ τους με μια σειρά αρθρώσεων, από τις οποίες οι σπουδαιότερες από λειτουργική άποψη είναι η αστραγαλοπτερνική άρθρωση, μεταξύ… … Dictionary of Greek
αμβλύποδα — Θηλαστικά που σήμερα έχουν εκλείψει, οπληφόρα, φυτοφάγα, μεγάλων διαστάσεων. Είχαν πλήρη οδοντοστοιχία με κυνόδοντες πολύ μεγάλους και μυτερούς σε ορισμένα είδη. Τα υπολείμματά τους προέρχονται από τα ηωκαινικά στρώματα της Ευρώπης (γένος… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek